- φουφούλα
- η1) напуск (у шаровар); 2) шаровары; 3) трикотажные ползунки
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φουφούλα — η, Ν 1. το φουσκωτό κάτω μέρος τής νησιώτικης βράκας 2. συνεκδ. η βράκα 3. κοντό παιδικό ή γυναικείο φουσκωτό ένδυμα που στηρίζεται με ράντες στους ώμους ή με ζώνη στη μέση. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.] … Dictionary of Greek
φουφούλα — η 1. το κάτω μέρος της νησιώτικης θράκας που κρέμεται, η φούσκα, η κόφα. 2. η βράκα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φουφουλιαστός — ή, ό, Ν ξασμένος, ξεπουπουλιασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φουφούλα, μέσω αμάρτυρου ρ. *φουφουλιάζω (πρβλ. και αναφουφουλιάζω / διάζω)] … Dictionary of Greek
φούσκα — (I) η, Ν 1. κύστη και, κυρίως, η ουροδόχος κύστη 2. μεγάλη φυσαλλίδα 3. φλύκταινα, φουσκάλα 4. μπαλόνι 5. το κάτω μέρος της βράκας, η φουφούλα 6. βοτ. κοινή ονομασία τού είδους φυλλοβόλων θάμνων Colutea arborescens τού γένους κολουτέα, που απαντά … Dictionary of Greek